1 χαμ-εύνιον
χαμ-εύνιον, τό, = Folgdm; χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἐν τῷ ψύχει καϑηῦδον Plat. Conv. 220 d; Luc. asin. 51.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > χαμ-εύνιον